μουντζούρης

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

και μουτζούρης και μουζούρης, ο μουντζούρα
1. άνθρωπος μουντζουρωμένος, λερωμένος με μουντζούρα
2. μτφ. ντροπιασμένος
3. διασκεδαστικό παιχνίδι της τράπουλας, κατά το οποίο ο χαμένος υποχρεώνεται να υποστεί μουντζούρωμα στο πρόσωπο.