μυς

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ μῦς, -υός, Α σπαν. και ως θηλ.)
1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῦς ἀρουραῖος» — ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος
β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῦς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.)
2. ανατ. ο μυς του σώματος, ο μυώνας, το σαρκώδες και ινώδες όργανο του σώματος που αποτελείται από ευδιέγερτες συσταλτές ίνες και του οποίου οι συστολές προκαλούν τις κινήσεις του σώματος ανθρώπων και ζώων (α. «λείοι μύες» — οι μύες που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες
β. «γραμμωτοί μύες» — οι μύες που προκαλούν την κίνηση τών εξωτερικών οργάνων του σώματος).
μσν.
παροιμ. «μῦς εἰς τρώγλην οὐ χωρῶν, κολοκύνταν ἔφερεν» — λεγόταν για ανόητα άτομα που επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους
αρχ.
1. είδος οστρακοδέρμου, το μύδι
2. είδος μεγάλης φάλαινας
3. φρ. α) «κατὰ μυὸς ὄλεθρον» — λεγόταν για αργό, βασανιστικό θάνατο
β) «μῦς λευκός»
(για πρόσ.) ακόλαστος, αισχρός, λάγνος
γ) «μῦς θαλάττιος» — το ψάρι βαλλιστής ο καπροειδής
δ) «μυὸς ὦτα» — το φυτό μυοσωτίς, κν. μη με λησμόνει
ε) «μῦς δίπους» — γένος ποντικών της Λιβύης που πηδούν με τα δύο πισινά πόδια, δίπους ο αιγυπτιακός
4. παροιμ. α) «ἄρτι μῦς πίττης γεύεται» — λεγόταν για κάποιον που έχει δελεαστεί από κάτι φαινομενικά καλό, ξαφνικά όμως βλέπει τον εαυτό του μέσα σε δυστυχία και εναντιότητες
β) «ὅκως χώρης oἱ μῦς ὁμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν» — λεγόταν για κάτι απολύτως αδύνατο ή, κατ' άλλη ερμηνεία, ούτε εκεί όπου οι ποντικοί τρώνε το σίδερο, όπως κάθε άλλη τροφή, δηλαδή, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῦς ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mŭs- «ποντίκι και μυς του σώματος» και συνδέεται με τα: λατ. mūs, mūris, αρχ. ινδ. mūs-, musa-, mūsikā, περσ. mūš, αρχ. σλαβ. myši, αρχ. άνω γερμ. mūs κ.ά. Η μακρότητα του -- του τ. εξηγείται από τον μονοσύλλαβο χαρακτήρα του. Η αιτ. εν. μϋν στην ελλ. αντί του αμάρτυρου τ. μύα είναι προϊόν αναλογίας από τ. όπως ὗν, ἰχθῦν. Η λ. μῦς χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική με τρεις βασικές σημασίες: α) «ποντικός», β) «μυς του σώματος», και γ) «μύδι». Απ' αυτές μόνο οι δύο πρώτες διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική, ενώ η σημ. «μύδι» θεωρείται ελληνική καινοτομία και δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η αρχική σημ. της λ. ήταν «ποντικός». Η σημασιολογική εξέλιξη σε «μυς του σώματος» που παρατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. mūs «ποντικός και μυς του σώματος», αρμ. mu-ku, λατ. musculus «μυς του σώματος», αρχ. σλαβ. myšica «βραχίονας») προήλθε μεταφορικώς από τη μορφή και τις κινήσεις, συσπάσεις τών μυών του σώματος που παρατηρούνται ειδικά στον βραχίονα και θυμίζουν ποντίκι. Η λ. μῦς εμφανίζεται ως α' συνθετικό (μυο-) σε αρκετά σύνθ. τόσο με τη σημ. «ποντίκι» (πρβλ. μυο-δόχος, μυο-θήρας, μυο-παγίδα) όσο και με τη σημ. «μυς του σώματος» ιδίως σε επιστημονικούς όρους, αντιδάνεια από την Ελληνική (πρβλ. μυαλγία < γαλλ. myalgie
μυολογία < γαλλ. myologie).
ΠΑΡ. (του μῦς με σημ. «ποντικός») μυώδης
αρχ.
μύειος, μυΐδιον, μύϊνος.
ΠΑΡ. (του μῦς με σημ. «μυς του σώματος») μύδι(ον), μυώδης, μυών(ας)
αρχ.
μυΐσκος
αρχ.-μσν.
μυώ (III)
μσν.
μυούμαι
νεοελλ.
μυϊκός, μυΐτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μῦς «ποντικός») μυάγρα, μύαγρος, μυγαλή, μυοθήρας, μυοκτόνος, μυομαχία, μυοπάρων, μυοσωτίς, μύουρος
αρχ.
μυάκανθος, μυοβατραχομαχία, μυοδόχος, μυόκοπρος, μυόπτερον, μυότρωτος, μυόφορβος, μυόχρους, μυόχρωμος
αρχ.-μσν.
μυόβρωτος, μυοφόνος, μυόχοδος, μυωπία (ΙΙ)
μσν.
μυόσκατον
νεοελλ.
μυοθηρίδες, μυόμορφα, μυοπαγίδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μῦς «μυς του σώματος») μσν.-νεοελλ. μυοειδής
νεοελλ.
μυαιματίνη, μυαλγία, μυασθένεια, μυατονία, μυατροφία, μυεντερικός, μυοβλάστη, μυογενής, μυογλοβίνη, μυογλοία, μυογονία, μυογράφημα, μυογράφος, μυοδερματικός, μυοδυστροφία, μυοϊνίδιο, μυοκαρδίαση, μυοκάρδιο, μυοκάτοχο, μυοκήλη, μυοκλονία, μυόκομμα, μυοκύτταρο, μυείλημμα, μυολόγος, μυολυσία, μυομαλάκυνση, μυομήτριο, μυοπάθεια, μυόπλασμα, μυοπλαστική, μυορραφή, μυοσάρκωμα, μυοσκλήρωση, μυοστέωμα, μυοσφαιρίνη, μυοτατικός, μυοτομία, μυοτονία, μυωδυνία. (Β' συνθετικό μῦς «μυς σώματος») αρχ. άμυος].
(II)
μῦς, -υός, ὁ (Α)
φίμωτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από το επιφώνημα μῦ (βλ. λ. μῦ II) κατ' επίδραση του μῦς (I)].