ναδίρ

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το
άκλ.
1. αστρον. αντικατακόρυφο σημείο της ουράνιας σφαίρας κατά το οποίο αυτή τέμνεται από την διεύθυνση της βαρύτητας κάτω από τον ορίζοντα ενός τόπου
2. μτφ. το κατώτερο σημείο κατάπτωσης, ξεπεσμού, υποβάθμισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. nadhir «αντίθετος»].