νεκροφύλακας
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νεκροφύλαξ, -ακος)
αυτός που φυλάγει άταφους νεκρούς
νεοελλ.
υπάλληλος νεκροφυλακείου.