νευροσιδηρούς

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

νευροσιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.