νευροσύμφορος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

νευροσύμφορος: -ον, ὁ κάμνων τὰ νεῦρα νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ πορνεία καὶ μοιχεία Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.

Greek Monolingual

νευροσύμφορος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει βλάβη στα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + συμφέρω.