νοητών

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

νοητῶν, -οῦσα, -όν (Μ)
νοερός, νοητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη < νοητός + μετοχική κατάλ. -ών].