νομοταγής

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές του νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων
2. (κατ' επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές
3. φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. -τάγ-ην), πρβλ. μεσο-ταγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].