ξανακινώ

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

(Μ ξανακινῶ, -άω και ξανακινάγω)
1. κινώ πάλι κάτι, ανακινώ
2. ξεκινώ πάλι, αναχωρώ ξανά.