οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
-άωκατεβάζω κάτι που είναι κρεμασμένο («ξεκρέμασα τα χειμωνιάτικα ρούχα από την ντουλάπα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κρεμώ].