ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ὀγκαρίζω (Α)ογκανίζω, γκαρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. του ὀγκῶμαι (βλ. και λ. γκαρίζω)].