δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώοικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).