οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ὁμοιότιμος, -ον (Α)αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].