ομοιότιμος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ὁμοιότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].