οξύπικρος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύπικρος, -ον)
ξινός και πικρός μαζί, ξινόπικρος.