ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ὀπισθόψιλος, -ον (Α)φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + ψιλός.