οπισθόψιλος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ὀπισθόψιλος, -ον (Α)
φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + ψιλός.