αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
ὀρθοκρισία, ἡ (Α)ορθή, δίκαιη κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία].