ορθοκρισία

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ὀρθοκρισία, ἡ (Α)
ορθή, δίκαιη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κρισία (< -κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακοκρισία].