οριζοντιώνω
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
1. τοποθετώ οριζοντίως
2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα
3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι
μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].