οριζοντιώνω

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

1. τοποθετώ οριζοντίως
2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα
3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι
μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].