οροβλεννογόνος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

-ο
φρ. «οροβλεννογόνοι αδένες»
βιολ. εξωκρινείς αδένες τών οποίων το έκκριμα είναι ορώδες και βλεννώδες.