Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ο (ΑΜ ὀρρός)(εσφ. γρφ.) βλ. ορός.