ουλόκομος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
οὐλόκομος, -ον (Α)
σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλίκομος].