οφθαλμοστατήρ

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

οφθαλμοστατήρ, -ήρος, ο (Α)
χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + στατήρ.