οἰνοχόη

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχόη Medium diacritics: οἰνοχόη Low diacritics: οινοχόη Capitals: ΟΙΝΟΧΟΗ
Transliteration A: oinochóē Transliteration B: oinochoē Transliteration C: oinochoi Beta Code: oi)noxo/h

English (LSJ)

ἡ,
A vessel for taking wine from the mixing-bowl (κρατήρ) and pouring it into the cups, Hes.Op. 744, Hermipp.65, Eup.361, etc.; φιάλας τε καὶ οἰ. Th.6.46; χρύσεαι οἰ. E.Tr.820 (lyr.); ἀργυρᾶ (-αῖ) IG12.315.3, 22.1388.30, al.; οἰ. θεῶν σωτήρων OGI214.45 (Didyma).
II a kind of sideboard to range the wine-cups on, Phryn.PSp.95 B.
III female cupbearer, LXX Ec.2.8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
œnochoé, vase pour verser le vin dans les coupes, cruche.
Étymologie: οἰνοχόος.

German (Pape)

ἡ, das Gefäß zum Eingießen des Weines aus dem großen Mischgefäße in die Becher, Gießkanne; Hes. O. 746; χρύσεαι, Eur. Troad. 821; φιάλας τε καὶ οἰνοχόας vrbdt Thuc. 6.46; Ael. V.H. 13.40.
Bei Sp. der Schenktisch mit den Trinkgefäßen, B.A. 55.14. – In LXX. fem. zu οἰνοχόος.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχόη:ковш для разливания вина Hes., Eur., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχόη: ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον οἶνον ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742· φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46· οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820· ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22· οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. εἶδος τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ οἰνοχόος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8).

Greek Monolingual

η (Α οἰνοχόη)
(στην αρχαία Ελλάδα) αγγείο με μία λαβή με το οποίο αντλούσαν τον οίνο από τον κρατήρα και τον έχυναν στα ποτήρια
αρχ.
1. είδος τραπεζιού πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κατά σειρά τα ποτήρια
2. γυναίκα που κερνούσε το κρασί («ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας... οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χοή (< χέω), πρβλ. υδροχόη].

Greek Monotonic

οἰνοχόη: ἡ (χέω), μικρό αγγείο για άντληση κρασιού από δοχείο μέσα στο οποίο ήταν ανεμεμιγμένο με νερό (κρατήρ), και σερβίρισμά του στα ποτήρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οἰνο-χόη, ἡ, [χέω]
a can for ladling wine from the mixing bowl (κρατήῤ into the cups, Hes., Eur.

Lexicon Thucydideum

trulla, ladle, 6.46.3.

Translations

cupbearer

Arabic: ⁧سَاقٍ⁩, ⁧سَاقِيَة⁩, ⁧سَاقِي⁩; Belarusian: обер-шэнк; Bengali: সাকী; Bulgarian: виночерпец; Catalan: coper, copera; Czech: šenk, číšník, číšnice; Danish: mundskænk; Dutch: schenker; English: cupbearer, cup-bearer, cup bearer, cupper; Esperanto: pokalisto; Faroese: skeinkjari; Finnish: juomanlaskija; French: échanson; Georgian: მწდე, მერიქიფე; German: Mundschenk, Schenk, Mundschenkin, Schenkin; Greek: οινοχόος; Ancient Greek: ἐπεγχύτης, ἐπικέρνης, οἰνοδόχος, οἰνοχόη, οἰνοχόος, πιγκέρνης, φιαληφόρος, χαλιδοφόρος; Hungarian: pohárnok; Icelandic: byrlari, skutilsveinn; Italian: coppiere, coppiera; Latin: pincerna, pocillator; Lithuanian: pataurininkis; Norwegian Bokmål: munnskjenk; Persian: ⁧ساقی⁩; Polish: podczaszy, cześnik; Portuguese: copeiro, copeira; Romanian: paharnic, ceașnic, păhărniceasă; Russian: виночерпий, обер-шенк; Scottish Gaelic: gille-cupa; Serbo-Spanish: copero, copera; Swedish: munskänk, ganymed, skänksven; Turkish: saki; Ukrainian: обер-шенк, виночерпій, виночерпець, чашник, підчаший; Urdu: ⁧ساقی⁩