πέπρακα

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de πιπράσκω.

Greek Monotonic

πέπρᾱκα: παρακ. του πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπρακα indic. perf. van πιπράσκω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρᾱκα: pf. к πιπράσκω.