παιδοβρώς

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοβρώς Medium diacritics: παιδοβρώς Low diacritics: παιδοβρώς Capitals: ΠΑΙΔΟΒΡΩΣ
Transliteration A: paidobrṓs Transliteration B: paidobrōs Transliteration C: paidovros Beta Code: paidobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, eating children, Κρόνος Eust.86.13.

German (Pape)

[Seite 441] ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ καταβροχθίζων παῖδας, Κρόνος Εὐστ. 86. 13.

Greek Monolingual

παιδοβρώς, -ῶτος, ό ἡ (Μ)
(για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδροβρώς].