παλιούρι

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

το παλίουρος
το ακανθώδες θαμνώδες φυτό παλίουρος.