παρακατιανός

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

και παρακατινός, -ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση
2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα
3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
4. μτφ. φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω + κατάλ. -ι(α)νός].