πασσάριος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: πασσάριος | Medium diacritics: πασσάριος | Low diacritics: πασσάριος | Capitals: ΠΑΣΣΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: passários | Transliteration B: passarios | Transliteration C: passarios | Beta Code: passa/rios |
σταυρός, Hsch. πασσέληνος, v. πανσάριος.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -άριος].