οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
πελιδνοῦμαι, -όομαι, ΝΜΑ πελιδνόςγίνομαι πελιδνός, αποκτώ ωχρό, μαυροκίτρινο χρώμανεοελλ.χάνω το χρώμα μου από φόβο.