πεμπτουσία

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

η
(φιλοσ.)
1. ονομασία του αιθέρα, τον οποίο προσέθεσε ο Αριστοτέλης στα τέσσερα στοιχεία της φύσης, δηλ. τη γη, το νερό, την φωτιά και τον αέρα
2. μτφ. το ουσιωδέστερο συστατικό, το σημαντικότερο περιεχόμενο κάθε ύλης, όντος ή ιδέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέμπτη οὐσία.