πεννώδη

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη βακιλλαριοφυκών, τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζονται από αμφίπλευρη συμμετρία και ακτινωτό διάκοσμο τών θυρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennales < λατ. penna «φτερό»].