περίθαλψη

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

η / περίθαλψις, -άψεως, ΝΜ περιθάλπω
η παροχή προστασίας και φροντίδας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη
νεοελλ.
φρ. «κοινωνική περίθαλψη» — τομέας του κρατικού προγράμματος κοινωνικών υπηρεσιών για την παροχή οικονομικής, ιατρικής κ.ά. αρωγής και προστασίας στους αναξιοπαθούντες και ιδίως στους απόρους και ασθενείς.