περιζώνω
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ
1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα
2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία»)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. περιζώννυμαι
ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.)
2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» — παίρνω δύναμη (α. «οἱ ἀσθενοῦν
τες περιεζώσαντο δύναμιν», Άνν. Κομν.
β. «ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο», ΠΔ).