πιθηκάνθρωπος

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

ο
ανθρωπολ. παλαιότερη ονομασία ενός γένους απολιθωμάτων της οικογένειας ανθρωπίδες το οποίο περιλαμβάνει τον Άνθρωπο της Ιάβας και τον Σινάνθρωπο, που σήμερα ταξινομούνται στο είδος Homo erectus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pithecanthropus < πίθηκος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σ. Δ. Βάλβη].