πλουμιστός

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλουμιστός, -ή, -όν, ΝΜ πλουμίζω
στολισμένος, κεντημένος με πλουμιά.