πολισσούχος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
πολίτης
αρχ.
1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.)
2. αυτός που κατοικεί σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί του πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το πολισσόος (πρβλ. πολισσονόμος)].