πολυκαιρία

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

και πολυκαιριά, η, Ν πολύκαρος
μακροχρόνιο διάστημα («η καρέκλα σκέβρωσε από την πολυκαιρία»).