ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
και πολυκαιριά, η, Ν πολύκαροςμακροχρόνιο διάστημα («η καρέκλα σκέβρωσε από την πολυκαιρία»).