πολυκερδία
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, = πολυκέρδεια, Adamant. phys. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκερδία: ἡ, = πολυκέρδεια, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 26.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δ. ανάγν.) βλ. πολυκέρδεια.