πορφυραυγής

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει λαμπερό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].