εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
-ές, Μαυτός που έχει λαμπερό πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].