προγαστρίδιος
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
προγαστρίδιον,
A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12.
II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.
German (Pape)
[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον
πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπίδιος)].