προσαμμώνω

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

Ν
καλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + άμμος + κατάλ. -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].