προσαντώ

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
εμφανίζομαι ενώπιον δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντάω «έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον» (πρβλ. απαντώ, καταντώ)].