προσασκώ

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῦνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.)
αρχ.
παθ. προσασκοῦμαι, -έομαι
(για γη) καλλιεργούμαι.