προσμετρώ

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

προσμετρῶ, -έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν
συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω.
αρχ.
1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος
2. συνάπτω, συνδέω
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα
(σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό.