προσφαντάζω

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek (Liddell-Scott)

προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
παριστάνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].