προὔπεμψα

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

French (Bailly abrégé)

ao. de προπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

προὔπεμψα: стяж. aor. к προπέμπω.

Greek (Liddell-Scott)

προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.

Greek Monotonic

προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.