ρέψιμο

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

και ρεύξιμο, το, Ν
ο ερευγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύ(γ)ομαι + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κλάψιμο)].