ραντός

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαντός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαίνω
αυτός που υγραίνεται ή υγράνθηκε με ραντισμό
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κηλίδες διαφορετικού χρώματος.