ρετσινόλαδο

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

και ριτσινόλαδο, το, Ν
αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς της ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι, ενώ ο τ. ρετσινόλαδο < ριτσινόλαδο με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].