ριζίτικος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζίτικα
(ενν. τραγούδια) τραγούδια του τραπεζιού στη δυτική Κρήτη, που τραγουδιούνται από άντρες χωρίς τη συνοδεία οργάνων και τών οποίων η θεματολογία είναι παρμένη από τη ζωή και τους αγώνες του κρητικού λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + κατάλ. -ίτικος (πρβλ. πολίτικος)].