ρωγαλίδα

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

η, Ν
είδος αράχνης, η ρώβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα «αράχνη» + επίθημα -αλίδα (πρβλ. φουσκαλίδα)].